Οι προσφορές μας οδηγούν σε μεγαλύτερες μερίδες;
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι προσφορές στα προϊόντα τροφίμων με τις μεγάλες οικογενειακές μερίδες – συσκευασίες αποτελούν το πιο δημοφιλή τρόπο για την προσέλκυση του καταναλωτή, σε ένα άκρως οικονομικά ανταγωνιστικό περιβάλλον που η υπερπροσφορά προϊόντων τροφίμων παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Αυτή, όμως, η χωρίς όρια προσφορά ποσότητας τροφής, απόρροια οικονομικών κυρίως παραμέτρων, μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της διατροφικής συμπεριφοράς και στην αύξηση του σωματικού βάρους μέσω της κατανάλωσης μεγαλύτερων μερίδων.
Τι εννοούμε όμως με τον όρο μερίδα και σε τι ποσότητες τροφής αντιστοιχεί; Εξ’ ορισμού η μερίδα είναι εξατομικευμένη, καθώς εξαρτάται από τη συνιστώμενη ημερήσια κατανάλωση ενέργειας του κάθε ατόμου και καθορίζεται βάσει του φύλου, του σωματικού βάρους, της φυλής, του ύψους και της ηλικίας. Μεταβάλλεται, ανάλογα με την ανάγκη συντήρησης, αύξησης ή μείωσης του σωματικού βάρους, το ιατρικό και διατροφικό ιστορικό και τη σωματική δραστηριότητα. Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχει ένα ‘πρότυπο’ μερίδας που να αντιστοιχεί και να καλύπτει όλους τους ανθρώπους. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντική η επιμόρφωση και η εκπαίδευση των ατόμων στις ποσότητες του φαγητού, χωρίς να είναι πάντοτε απαραίτητη η ζυγαριά. Εξάλλου, η κατά κόρον χρήση όρων μέτρησης για την μερίδα, όπως ‘μικρή’, ‘μεσαία’, ‘μεγάλη’ περισσότερο δημιουργεί σύγχυση στους καταναλωτές, παρά τους βοηθά, μιας και η ερμηνεία τους διαφέρει αισθητά, λόγω των υποκειμενικών κριτηρίων που συχνά υπεισέρχονται για τον προσδιορισμό τους. Μια οπτική, λοιπόν, σύγκριση με αντικείμενα από την καθημερινότητα μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμη για τον υπολογισμό των μερίδων, ειδικά σε ένα περιβάλλον που προωθεί την υπερπροσφορά ποσότητας τροφής.
Μελέτες έχουν δείξει ότι προσφορές στα τρόφιμα, που αφορούν σε μεγάλες οικογενειακές μερίδες και συσκευασίες, παρασύρουν σε υπερκατανάλωση (αύξηση κατά 30%). Αντιθέτως, στα ίδια τρόφιμα σε μικρότερες συσκευασίες ή ποσότητες, η κατανάλωση μειώνεται κατά 50%. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ακόμα και τα πιο θρεπτικά φαγητά όταν καταναλώνονται σε μεγάλες ποσότητες μας φορτίζουν με επιπρόσθετες θερμίδες με αποτέλεσμα την αύξηση του σωματικού βάρους. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον B. Wansink (Πανεπιστήμιο Cornell) η τάση του ανθρώπου για κατανάλωση περισσότερης τροφής όταν εκτεθεί σε μεγαλύτερη μερίδα φαγητού, είναι μηχανική, άσχετα αν ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι εκ γενετής είναι ανεπτυγμένο το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού, ερεθίσματα, τα οποία θα έπρεπε να λειτουργούν ρυθμιστικά για την ποσότητα κατανάλωσης τροφής. Ωστόσο, με το πέρας της ηλικίας, παρατηρείται ότι η ανταπόκριση σε αυτά τα εσωτερικά ερεθίσματα, για άγνωστους ακόμα λόγους, σταματά. Κρίνεται, λοιπόν, χρήσιμο να αποφεύγονται οι μεγάλες συσκευασίες και οι έξτρα ποσότητες, καθώς η παγίδα της υπερκατανάλωσης ή ακόμα και μιας μέτριας αύξησης στο μέγεθος των μερίδων καραδοκεί, οδηγώντας στην προσθήκη έως και δέκα κιλών στο σωματικό βάρος σε διάστημα ενός μόλις έτους.
Ακόμα όμως και αν το πρώτο ερέθισμα για την κατανάλωση μεγαλύτερων μερίδων έχει τις αιτιάσεις του στον επιχειρηματικό ανταγωνισμό, ωστόσο μια από τις βασικότερες αιτίες για τις οποίες, σήμερα, καταναλώνονται μεγαλύτερες μερίδες είναι διότι θεωρούνται περισσότερο συμφέρουσες οικονομικά. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Wansink και Van Ittersum (J Am Diet Assoc), σημειώνοντας ότι: «ένα οικονομικά συμφέρον μέγεθος τροφίμου οδηγεί στην κατανάλωση μεγαλύτερου γεύματος, και ένα οικονομικά συμφέρον γεύμα σε ένα εστιατόριο οδηγεί στην προσφορά μεγαλύτερου και περισσότερο οικονομικά συμφέροντος γεύματος στο απέναντι εστιατόριο!». Έτσι, το μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών έχει την αντίληψη ότι αγοράζοντας μεγαλύτερες μερίδες φαγητού, εξοικονομεί χρήματα αποκτώντας μεγαλύτερη αξία, καθώς επιτυγχάνει καλύτερο ποσοστό στη σχέση τιμής και μονάδας τροφίμου (το γνωστό ‘value for money’). Ο ανταγωνισμός και ο ‘πόλεμος’ στον τομέα των τροφίμων δεν είναι πλέον σε επίπεδο τιμών αλλά σε επίπεδο μεγέθους λειτουργώντας δυστυχώς με κανόνες ‘παζαριού’. Για αυτό, το οικονομικότερο - μικρότερο αναλογικά κόστος αγοράς και διάθεσης, δρα εξαιρετικά δελεαστικά ικανοποιώντας τις οικονομικές ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και εξηγεί την προφανή προτίμηση του να επιλέγει συμφέρουσες μεγάλες ή οικογενειακές συσκευασίες.
Συνάμα, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι αν τα εστιατόρια προσφέρουν μικρότερες μερίδες οι πελάτες είναι δυσαρεστημένοι και αλλάζουν χώρο εστίασης. Έτσι το να προσφέρουν μεγαλύτερη μερίδα τους κοστίζει πολύ λιγότερο από το κόστος που έχουν αν χάσουν το καταναλωτικό κοινό εξαιτίας των μικρών μερίδων. Προτιμούν δηλαδή να έχουν ‘μισή τιμή αλλά διπλούς πελάτες’ καθώς βλέπουν ότι οι προσφορές και οι μειώσεις τιμών αποδίδουν. Μία έξυπνη λύση για να εκμεταλλευτείτε το γεγονός ότι οι μερίδες είναι μεγαλύτερες του κανονικού είναι να παίρνετε μαζί σας για το σπίτι ότι περισσεύει ή να το μοιραστείτε με το φίλο σας και έτσι να παραγγείλετε συνολικά λιγότερα πιάτα.
Από την άλλη πλευρά, έχει παρατηρηθεί ότι όσο περισσότερα χρήματα έχει πληρώσει κάποιος για ένα γεύμα, τόσο περισσότερο τείνει να τρώει από το προσφερόμενο φαγητό. Ειδικότερα σε γεύμα σε μπουφέ, παρατηρήθηκε ότι, όταν η τιμή που έχει πληρωθεί κατά άτομο είναι υψηλή, τότε το πιάτο παραγεμίζεται προκειμένου να «καλυφθεί η αξία» του τιμήματος που ξοδεύτηκε. Αντίθετα, όταν το κόστος του μπουφέ είναι πιο λογικό, τότε η κατανάλωση είναι πιο μετρημένη. Επομένως αν θέλετε να διατηρήσετε τη γραμμή σας, αποφύγετε να τρώτε σε εστιατόρια που είναι πολύ ακριβότερα από τις οικονομικές σας δυνατότητες.
Τέλος, μια ενδιαφέρουσα λύση έρχονται να δώσουν, σήμερα, λόγω οικονομικής κρίσης, πολλά εστιατόρια, fast-food, μπαρ, πολυδύναμες μονάδες εστίασης, ζαχαροπλαστεία και βιομηχανίες τροφίμων τα οποία επινόησαν τρόπους για να μετατρέψουν τις καταναλωτικές επιθυμίες του κοινού σε small size. Μισές μερίδες φαγητού, μικρότερες συσκευασίες τροφίμων και ποτά μινιατούρες είναι μερικές από τις πατέντες των ιδιοκτητών. Πιο συγκεκριμένα, σας δίνετε η δυνατότητα να παραγγείλετε μισή μερίδα φαγητό και να πληρώσετε τη μισή τιμή. Έτσι συνδυάζετε το οικονομικό με το διατροφικό όφελος.
Καταλήγοντας μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι οι προσφορές για μεγαλύτερα μεγέθη συσκευασίας-μερίδας δεν αποτελούν ‘προστιθέμενη αξία’ και δεν είναι πάντα συμφέρουσες στον τομέα της διατήρησης ενός καλύτερου επιπέδου σωματικής υγείας, καθώς η λογική του ‘φθηνού και άφθονου’ εγκυμονεί κινδύνους.
Παναγιώτης Α. Βαραγιάννης M.Med.Sc.
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
Γενικός Γραμματέας Πανελληνίου Συλλόγου Διαιτολόγων-Διατροφολόγων
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)